- μελαμβόρειον
- μελαμβόρειοςof the black northmasc/fem acc sgμελαμβόρειοςof the black northneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαμβόρειος — μελαμβόρειος, ον (Α) φρ. «πνεῡμα μελαμβόρειον» ο βόρειος άνεμος που πνέει στα παράλια τής Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βόρειος] … Dictionary of Greek